Τσοκολάτα Παυλίδου
Στέφανος Βαρβαρίγος
(Οικονομικός Διευθυντής Σοκολατοβιομηχανίας Παυλίδη)
“Ήρθα στην εταιρία το 1970 και έφυγα το 1988 όταν ουσιαστικά είχε ολοκληρωθεί η πώληση της εταιρίας στην ελβετική πολυεθνική JACOBS Succhard. Νομίζω άλλωστε πως δεν υπήρχε και άλλη διέξοδος. Ο Δημήτριος Παυλίδης ήταν ο τελευταίος άρρεν απόγονος της οικογένειας και δεν υπήρχε σε καμία περίπτωση διάδοχη κατάσταση. Ο τελευταίος άρρεν Παυλίδης που ίσως θα μπορούσε να παρατείνει την προοπτική εξαγοράς ήταν ο Γεώργιος Ξενοφών Παυλίδης ανιψιός του Γεωργίου Α. Παυλίδη που ανέλαβε πρόεδρος της εταιρίας το 1987 όταν ουσιαστικά η πώληση είχε ολοκληρωθεί.
Ο Δημήτριος Παυλίδης ήταν μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου. Πολυπράγμων και πολυτάλαντος. Με σπουδές στην Ελλάδα και το εξωτερικό διηύθυνε την επιχείρηση με ιδιαίτερη μαεστρία. Άνθρωπος θετικός ακολούθησε την επιχειρηματική πορεία της μητέρας του Ελένης η οποία πήρε τα ηνία της εταιρίας σε μια δύσκολη συγκυρία. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του το 1924 σε ηλικία πενήντα δύο χρόνων αναλαμβάνει η μητέρα του δίνοντας μια ιδιαίτερη ώθηση στην επιχείρηση.
Ο Δημήτριος Παυλίδης ήξερε βαθιά μέσα του πως η μόνη λύση για τα όποια ζητήματα και σε κάθε συγκυρία ήταν ο συνεχής εκσυγχρονισμός και η ανάπτυξη της εταιρίας. Η κίνηση για την επέκταση του παραγωγικού τμήματος της εταιρίας στα Οινόφυτα που ήταν δική του επιλογή βοήθησε σημαντικά στην ανάπτυξη της εταιρίας.
Μιλούσε νομίζω έξι ή επτά γλώσσες. Άνθρωπος συνετός και μετρημένος. Δωρικός για τον εαυτό του. Για τους υπαλλήλους και τους εργαζόμενους στην εταιρία έδινε τα πάντα. Τους φρόντιζε σαν “παιδιά“ του. Άλλωστε το ότι δεν είχε δικά του παιδιά έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Μας έδινε, μιλώντας για τα υψηλόβαθμα στελέχη της εταιρίας πάντα ένα ιδιαίτερο bonus. Αξιοποιώντας προς όφελος της εταιρίας που τη θεωρούσε δεύτερο σπίτι του κάθε δυνατό δεδομένο. Υπήρχε μια εποχή η δυνατότητα για όσες εταιρίες πραγματοποιούσαν σημαντικό εξαγωγικό έργο,να μπορεί να παραμείνει στην εταιρία ένα ποσοστό της τάξης του 3%. Το ποσό που έμενε καθαρό στα ταμεία της εταιρίας έφτανε τα 3.000.000 δραχμές και το οποίο μας το μοίραζε ως bonus. Στους υπαλλήλους της εταιρίας τα Χριστούγεννα και το Πάσχα ήταν πάντα στο πρόγραμμα η γαλοπούλα και το αρνί και κάποιες σημαντικές γα την εποχή εκείνη έξτρα παροχές.
Μια εταιρία από την οποία μόνο καλά έχω να θυμηθώ και λίγα όχι απαραιτήτως αρνητικά αλλά δύσκολα θα μπορούσα να πω. Μοναδική γκάμα και ποικιλία προιοντικών κωδικών. Το 1981 τα μοναδικά σοκολατίνια Τζοκόντα. H μοναδική Mερέντα που έκανε την εμφάνισή της το 1974 και σε κάποια στιγμή το εργοστάσιο μπορούσε να παράγει σε καθημερινή βάση περίπου τριάντα δύο χιλιάδες κουτιά. Με τη μέγιστη κατανάλωση να πραγματοποιείται στη Βόρεια Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη. Η εταιρία είχε πολύ δυνατά υποκαταστήματα στη Βόρεια Ελλάδα με σημεία αναφοράς την Καβάλα και τις Σέρρες. Με δυναμική για πολλούς κωδικούς και όχι μόνο για τη Merenda!
Σχεδόν όλα τα χρόνια παρουσιάζαμε κέρδη και εάν θυμάμαι καλά ποτέ ζημιές. Μας δυσκόλεψε ιδιαίτερα η περίοδος 1981-1984 με τον τότε Γενικό Γραμματέα Εμπορίου κ. Μιχάλη Σάλλα. Μια ή δύο χρονιές εάν θυμάμαι καλά υπήρχε μια διάταξη σύμφωνα με την οποία εάν μια εταιρία ήθελε να αυξήσει κάποιο από τα προϊόντα της έπρεπε να παρουσιάσει κοστολογικά στοιχεία στο Υπουργείο. Τα περισσότερα από τα προϊόντα μας ήταν εισαγόμενα με κυριότερο το κακάο του οποίου η τιμή άλλαζες καθημερινά και δε ξέραμε τι θα γίνει την επόμενη μέρα. Όμως και πάλι τα καταφέραμε με απόλυτη επιτυχία.
Μια άλλη εξίσου ιδιαίτερη στιγμή ήταν όταν αποφασίσαμε το 1974 και κυρίως αποφάσισε ο ίδιος να μπει η εταιρία στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Είμασταν η μόνη εταιρία που μπήκε την εποχή εκείνη στο Χρηματιστήριο μόνο με τις προνομιακές και όχι με τις κοινές μετοχές. Άνθρωπος προνοητικός ήθελε να διαφυλάξει το μέλλον και τη συνοχή της εταιρίας. Για λόγους που δε χρειάζεται να αναφερθούν ιδιαίτερα από εμένα για ευνόητους λόγους, αφού ήμουν αυτός που κίνησε την όλη διαδικασία. Εμένα έστειλε για να συνεννοηθώ με τον Πρόεδρο του Χρηματιστηρίου για να προχωρήσουμε μια τόσο ιδιαίτερη για τα δεδομένα της εποχής διαδικασία.
Άνθρωπος που εργάζονταν ακατάπαυστα. Ήθελε να δίνει λύσεις σε όλα. Η εβδομάδα δε του έφτανε. Μιλώντας πάντα για τις εργάσιμες μέρες. Τα Σάββατα και τις Κυριακές δουλεύαμε μαζί για να σχεδιάσουμε την επόμενη μέρα. Προγράμματα και επόμενες κινήσεις της εταιρίας. Έτσι, και ένα Σάββατο του 1986, Δουλεύαμε μαζί μέχρι το μεσημέρι στο εργοστάσιο. Εγώ έφυγα περίπου στις 13.30 για να γυρίσω στο σπίτι και μετά από λίγο έφυγε κι εκείνος με τον οδηγό του. Μετά από δύο ώρες με πήρε τηλέφωνο ο οδηγός του για να μου πει το δυσάρεστο γεγονός. Είχε πεθάνει από ανακοπή. Μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή”.