Γιατί αυτοκτόνησε ο ΜΠΕΝΕΡΤΖΗ; 27.9.2016

Του ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ

Απόδοση: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΠΠΟΣ

 


 “Toν λένε ΜΠΕΝΕΡΤΖΗ, τον νιό όπου μιλάμε. Είναι Ινδός από καταγωγή κι ο τόπος του γεννησιμιού του είναι το ΔΕΛΧΙ. Για τους φίλους του είναι ένας τέλειος άνθρωπος, στην κρίση των εχθρών του είναι ένας μανιακός παράφρονας.


Και στα μητρώα της Βρετανικής Αστυνομίαςύποπτος
Σαν έρθουμε τα σουσούμια του δεν εινε σαν τον ΠΑΤΑΣΟΝ στρουμπουλός ένας νάνος, μήτε σαν τον ΜΑΣΙΣΤ ένας δράκος, και μήτε σαν τον Βίλυ Φρίτς ένα ωραίο αγόρι. Είναι ένας πολύ κοινός άνθρωπος αυτός με δύο μάτια, με μια μύτη………….
ΚΑΛΚΟΥΤΑ. Εξακολουθούν οι συλλήψεις των ερυθρών. Συνελήφθησαν τα μέλη της Περιφερειακής Επιτροπής κατά την ώραν της μυστικής συνεδριάσεως της Ολομέλειας των εντός εγκαταλελειμμένης οικίας εις τους πέριξ της πόλεως ευρισκόμενους αγρούς τείου……
Εξ εκ των επτά συλληφθέντων μελών της Περιφερειακής θα δικαστούν προσεχώς. Εις μόνον εκ τούτων, ονόματι Μπενερτζή, επίσης μέλος της Περιφερειακής, αφέθη ελεύθερος, καθ όσον εκ των γενομένων πρώτων ανακρίσεων δεν προέκυψαν στοιχεία για την ενοχή του.
Να συνοψίσουμε λοιπόν τα γεγονότα
ΕΝΑ:
O Μπενερτζή είνε ένας νιός επαναστάτης. Όχι τις ώρες της σκόλης του, τις μπόσικες νύχτες του όχι, μα την ζωή του ολάκερη έδωσε στον αγώνα……….
Ντραν, ντρρρρίν, ντράααν….. Τρικ-τράκ. Ανακοίνωση! Γενική Απεργία! Απεργία. Ο Μπενερτζή στο σπίτι του ανάσκελα πλαγιάζει στο γιατάκι του. Μπροστά από την πόρτα του με κραυγές περνά η μονοκέφαλη, η μονόκαρδη, η χιλιοποδαρούσα Καλκούτα.
Εκείνοι όλοι μαζί στην απεργία . Αυτός μονάχος μεσ΄ στο σπίτι. Ολομόναχος….. Πόρτα, ντουβάρια, κι οροφή. Δεν τον καλέσανε αυτόν στον αγώνα……..
Είναι μέρες τώρα ως τον θωρούνε τα συντρόφια του γυρίζουν το κεφάλι. Ο Μπενερτζή πλαγιάζει. Στο πόδι η Καλκούτα. Δίχως να βλέπει θωρεί ο Μπενερτζή εκεί που πλαγιάζει την Καλκούτα που προχωρεί.Βήμα το βήμα. Βήμα το βήμα βηματίζει. Καλντιριμι, το καλντιριμι οδεύει μπροστά.
Ο Μπενερτζή χουγιάζοντας πετάχτηκε απ΄ το γιατάκι του. Απ΄το δρόμο ακούγεται μονάχα η φωνή ενός ανθρώπου. Ο Μπενερτζή τρέχει στο παράθυρο. Πλημμύρα κάτω ο δρόμος.
Πάνωθε ολόγλαυκος ο ουρανός. Κάτω στο δρόμο πανω σ΄ένα καμιόνι στη μάζα μιλά ένας απ΄ τους στενούς συντρόφους, ο ΣΟΜΑΝΤΕΒΑ: “Σύντροφοι….. Να βάζει κανείς μπροστά στα γκουρσούμια τη γυμνή και νηστική κοιλιά του και να ψοφήσει στριφογυρίζοντας …….Μοναχά …….υπάρχει;…….
O Mπενερτζή δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Και φώναξε τρεις φορές απ΄το παράθυρο! «ΣΟΜΑΝΤΕΒΑ!.....ΣΟΜΑΝΤΕΒΑ!.... ΣΟΜΑΝΤΕΒΑ!.... Ο Σομάντεβα αναγνώρισε τον Μπενερτζή. Φάνηκε σαν να σήκωσε ψηλά τα μπράτσα του.
Την κίνηση αυτή την είδε μονάχα από πάνω ο Μπενερτζή κι ο Σομάντεβα μεσαθέ από τα μέσα του. Άλλο κανένα μάτι δε μπόρεσε να δει την πεθυμιά των μπράτσων που θέλανε ν΄ αγκαλιαστούνε.
Ο Μπενερτζή από πάνω φώναξε πάλι τρεις φορές: ΣΟΜΑΝΤΕΒΑ……ΣΟΜΑΝΤΕΒΑ….. ΣΟΜΑΝΤΕΒΑ……..
Κάτω ο Σομάντεβα είπε σ΄ εκείνους που είχανε μαζωχτεί ανάγυρα στο καμιόνι:- «Δώστε μου μια πέτρα.» Του δώσανε την πέτρα. Κι ο πιο κοντινός σύντροφος των πιο μακρινών ημερών είπε:- «Ο άνθρωπος αυτός για να γλιτώσει τον εαυτό του, πούλησε τους συντρόφους του. Γέννηκε πράχτορας του επιδρομέα ανάμεσα μας.
Αν δεν πουλούσε το κεφάλι των κοντινών του θα του αφήνανε αυτουνού στον ώμο του το καταρεμένο κεφάλι του;» Και με το δεξί του το χέρι και με όλη του τη δύναμη έριξε την πέτρα στο κίτρινο πρόσωπο που κοιτούσε απ΄το γυμνό παράθυρο στον έβδομο ουρανό.
Η πέτρα του Σομάντεβα χτύπησε στο μέτωπο του Μπενερτζή. Ο Μπενερτζή στάθηκε όρθιος. Το αίμα που στράγγιζε απ΄ το μισόφρυδο κύλησε απ΄το σαγόνι του κ΄έπεσε πάνω στο στήθος του.
Κι η Καλκούτα η πιο μεγάλη, η πιο καλή, η πιο αγαπημένη, η αφορισιάρα, και η δημιουργική πετροβόλησε τον Μπενερτζή ίσαμε που να πέσει το κεφάλι του πάνω στο γόνατο το δικό μου, εμένα του Ναζϊμ Χικμέτ.
Ξάπλωσα στο κρεβάτι του το λιπόθυμο παιδί μου. Ανέβηκα στο παράθυρο που σπάσανε τα τζάμια και μάτωσαν τα πρεβάζια του. Κι αρχίνησα να σκούζω από κατόπι απ΄ τη μάζα που απομακρυνότανε και που πότε-πότε γυρνούσε και θωρούσε ξωπίσω της:- «Είναι γιόκας μου εμένα ο Μπενερτζή………..»
……..«Τίποτα. ‘Ακου. Στο πρώτο μέρος αυτού του βιβλίου οι σύντροφοι μου «Μας πούλησες», μου είπανε. ΄Εχω ακόμα στο κούτελο μου το αχνάρι της πέτρας που μου τινάξανε. Ωστόσο εγώ ήμουνα πεντακάθαρος. Όμως εκείνοι είχανε δίκιο. Παρατρίχα θ΄ αυτοκτονούσα. Μα δεν έκανα αυτή την παλιοδουλειά.»
…….. «Ωραία. Άκουσε. Είναι γνωστός ο ρόλος του ανθρώπου μέσ΄ την ιστορία. Δε μπορεί ν΄ αλλάξει το χαρακτήρα της πορείας. Μονάχα μπορεί να επιταχύνει ή να καθυστερήσει το ρυθμό της. Αυτό μονάχα. Μεσ΄ την ιστορία το υποκείμενο αυτό που λέγεται άτομο δεν έχει επίδραση πάνω στην ποιότητα παρά μονάχα στην ποσότητα. Όλα αυτά είναι πράγματα γνωστά σε μένα, σε σένα, σε μας…….»
…….«Τώρα αυτό να το μεταφέρουμε πάνω σε μένα.»………..
…….. «Από χτες πορεύομαι μπροστά στην αμαξοστοιχία. Όμως φυσιολογικά είμαι βεράνι. Το κεφάλι μου έχασε την ευλυγισία του. Τις στροφές δεν θα μπορέσω να τις κάμω στην ώρα τους. Τα χέρια μου τρέμουνε με το παραπάνω. Κατάντησαν έτσι που να μην μπορούνε να κρατάνε τιμόνι στο ρέμα,
Πού να δυναμώσω την ταχύτητα της πορείας; Είναι πιθανό να την ελαττώσω. Δίχως να το θελήσω, παρά τη βούληση μου θα κάνω παραπατήματα. Ξέρω, η πορεία αυτή μπορεί σε έξι μήνες, μπορεί σ΄ ένα χρόνο να με ξετινάξει σα χολή.
Όμως ώσπου να με ξετινάξει εκείνη και να με ξεφορτωθεί εγώ θα της γίνω φρένο. Ωστόσο εγώ και μές την ποσότητα ακόμα, όχι μόνο ένα χρόνο, μα μήτε μια μέρα, όξω από τη βούληση μου, ξέροντας, δε μπορώ να της κάμω καμία προδοσία.
Τα καταλαβαίνεις; Θα πεις πως μονάχα ένας μπουνταλάς δεν κάνει σφάλματα. Εκείνος που δουλεύει, ο άνθρωπος που περπατεί κάνει και λάθη. Το ζήτημα είναι να καταλάβει κανείς το λάθος του.
Όμως αν αυτή η υπόθεση του σφάλματος πάρει τη μορφή ενός κανόνα για κείνο που πάει μπροστά στην κεφαλή του συρμού κι ο άνθρωπος αυτός παρότι θα ξέρει πως δεν θα μπορέσει να πορευτεί μπροστά στην αμαξοστοιχία, ανίσως επιμένει έστω κι ένα δευτερόλεπτο να παραμείνει στη θέση του, αυτό δε θα είναι μια προδοσία; Εγώ μήτε ένα δευτερόλεπτο δε μπορώ να κάμω προδοσία.
Η προδοσία δεν είναι μεσ’ την ιδιοσυγκρασία τη δική μου.»

Δημοσιεύτηκε στο www.iskra.gr το 2013
Εκδόσεις Στοχαστής
Από το Blogger.